σύνορο: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
(40)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σύνορον, ΝΜ<br />όριο, διαχωριστική [[γραμμή]] [[ανάμεσα]] σε δύο τόπους, το [[τέρμα]] μιας έκτασης (α. «φθάνουν ώς [[εκεί]] που φθάνει ο [[αχός]] στα [[σύνορα]] του κόσμου και του ονείρου», Ζέρβ.<br />β. «μέχρις αυτών συνόρων Τριπόλεως έφθακώς», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα [[σύνορα]]<br />α) η [[μεθόριος]] και η [[κοντά]] σε αυτήν [[περιοχή]] ενός κράτους («δεν του επέτρεψαν να περάσει τα [[σύνορα]]»)<br />β) (ως επίρρ., [[χωρίς]] αρθρ.) (στον <b>Σολωμ.</b>) ώς τα [[σύνορα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φυσικά]] [[σύνορα]]» — [[σύνορα]] που τίθενται από την [[ίδια]] τη [[φύση]], όπως [[είναι]] τα βουνά, οι λίμνες, οι ποταμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[σύνορος]].
|mltxt=το / σύνορον, ΝΜ<br />όριο, διαχωριστική [[γραμμή]] [[ανάμεσα]] σε δύο τόπους, το [[τέρμα]] μιας έκτασης (α. «φθάνουν ώς [[εκεί]] που φθάνει ο [[αχός]] στα [[σύνορα]] του κόσμου και του ονείρου», Ζέρβ.<br />β. «μέχρις αυτών συνόρων Τριπόλεως έφθακώς», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[σύνορα]]<br />α) η [[μεθόριος]] και η [[κοντά]] σε αυτήν [[περιοχή]] ενός κράτους («δεν του επέτρεψαν να περάσει τα [[σύνορα]]»)<br />β) (ως επίρρ., [[χωρίς]] αρθρ.) (στον <b>Σολωμ.</b>) ώς τα [[σύνορα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φυσικά]] [[σύνορα]]» — [[σύνορα]] που τίθενται από την [[ίδια]] τη [[φύση]], όπως [[είναι]] τα βουνά, οι λίμνες, οι ποταμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[σύνορος]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

το / σύνορον, ΝΜ
όριο, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο τόπους, το τέρμα μιας έκτασης (α. «φθάνουν ώς εκεί που φθάνει ο αχός στα σύνορα του κόσμου και του ονείρου», Ζέρβ.
β. «μέχρις αυτών συνόρων Τριπόλεως έφθακώς», Άνν. Κομν.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα σύνορα
α) η μεθόριος και η κοντά σε αυτήν περιοχή ενός κράτους («δεν του επέτρεψαν να περάσει τα σύνορα»)
β) (ως επίρρ., χωρίς αρθρ.) (στον Σολωμ.) ώς τα σύνορα
2. φρ. «φυσικά σύνορα» — σύνορα που τίθενται από την ίδια τη φύση, όπως είναι τα βουνά, οι λίμνες, οι ποταμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σύνορος.