Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνθέτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(40)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συνθέτρια Ν [[συντίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μουσουργός]]<br /><b>2.</b> [[στοιχειοθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγραφέας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνθέτης]] λόγων» — ο [[πεζογράφος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ποιητή («οὐκ [[οἶδα]] [[οὔτε]] ποιητὴν [[οὔτε]] ὅσοι λόγων συνθέται», <b>Παυσ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συνθέτρια Ν [[συντίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μουσουργός]]<br /><b>2.</b> [[στοιχειοθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγραφέας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνθέτης]] λόγων» — ο [[πεζογράφος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ποιητή («οὐκ [[οἶδα]] [[οὔτε]] ποιητὴν [[οὔτε]] ὅσοι λόγων συνθέται», <b>Παυσ.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θέτης, -ου, ὁ [συντίθημι] samensteller (van wetten). Plat. Lg. 722e.
}}
}}

Revision as of 11:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθέτης Medium diacritics: συνθέτης Low diacritics: συνθέτης Capitals: ΣΥΝΘΕΤΗΣ
Transliteration A: synthétēs Transliteration B: synthetēs Transliteration C: synthetis Beta Code: sunqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A composer, writer, Pl.Lg.722e, Gal.18(2).778; καλῶν ποιημάτων Phld.Po.5.35; σ. ὀνομάτων, etc., D.H.Dem.36; σ. λόγων a prose-writer, like συγγραφεύς, opp. ποιητής, Paus.10.26.1.

Greek (Liddell-Scott)

συνθέτης: -ου, ὁ, ὁ συντιθείς, συγγραφεύς, Πλάτ. Νόμ. 722Ε· σ. ὀνομάτων Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 36· σ. λόγων, πεζογράφος, ὡς τὸ συγγραφεύς, ἀντίθετον τῷ ποιητής, Παυσ. 10. 26, 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συνθέτρια Ν συντίθημι
νεοελλ.
1. μουσουργός
2. στοιχειοθέτης
αρχ.
1. συγγραφέας
2. φρ. «συνθέτης λόγων» — ο πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («οὐκ οἶδα οὔτε ποιητὴν οὔτε ὅσοι λόγων συνθέται», Παυσ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θέτης, -ου, ὁ [συντίθημι] samensteller (van wetten). Plat. Lg. 722e.