σχεδόθεν: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ.) α) από [[κοντά]], εκ του [[σύνεγγυς]]<br />β) (συν. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[σχεδόν]]) [[πλησίον]], [[κοντά]]<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχεδόν]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εγγύ</i>-<i>θεν</i>)]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ.) α) από [[κοντά]], εκ του [[σύνεγγυς]]<br />β) (συν. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[σχεδόν]]) [[πλησίον]], [[κοντά]]<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχεδόν]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εγγύ</i>-<i>θεν</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχεδόθεν:''' [[κυρίως]] επίρρ., από κοντά, [[πλησίον]], Λατ. [[cominus]], σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv., prop.
A from nigh at hand; but used much like sq., nigh at hand, near, ὤμων μεσσηγὺς σ. βάλε Il.16.807, cf. A.R.4.662; σ. δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Od.2.267, 13.221, etc.; στῆ ῥ' αὐτῶν σ. 19.447.
German (Pape)
[Seite 1054] adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσθαι, 17, 359; σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδόθεν: Ἐπίρρ. κυρίως, ἐκ τοῦ πλησίον· ἀλλ’ ἐν χρήσει παραπλησίως τῷ σχεδόν, πλησίον, ἐγγύς, Λατ. cominus, ὤμων μεσσηγὺς σχ. βάλε Ἰλ. Π. 807· σχ. δὲ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Ὀδ. Β. 267, Ν, 221, κλπ· στῆ ῥ’ αὐτῶν σχ. Τ. 447.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de près, d’auprès avec mouv.
2 près, auprès avec ou sans mouv.
Étymologie: σχεδόν, -θεν.
English (Autenrieth)
(ἔχω): from near at hand, close by, near, w. dat. or gen., Il. 16.800, Od. 19.477.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ του σύνεγγυς
β) (συν. χρησιμοποιείται αντί του σχεδόν) πλησίον, κοντά
2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εγγύ-θεν)].
Greek Monotonic
σχεδόθεν: κυρίως επίρρ., από κοντά, πλησίον, Λατ. cominus, σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.