σωφρονιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σωφρονιστήρας]].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σωφρονιστήρας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[σωφρονιστής]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονιστήρ Medium diacritics: σωφρονιστήρ Low diacritics: σωφρονιστήρ Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΗΡ
Transliteration A: sōphronistḗr Transliteration B: sōphronistēr Transliteration C: sofronistir Beta Code: swfronisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A = σωφρονιστής, Plu.Cat.Ma.27.    II pl., wisdom-teeth (= κραντῆρες), Hp.Carn.13, Cleanth.Stoic.1.118, Ruf.Onom.51, Hsch., etc.    III σωφρονιστὴρ λίθος at Thebes, which restored reason to Heracles, Paus.9.11.2.

German (Pape)

[Seite 1062] ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής; Plut. Cat. mai. 27; γυναικῶν, S. Emp. adv. mus. 11; im plur. die Weisheitszähne, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονιστήρ: ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἱ ὀδόντες τῆς φρονήσεως, ἄλλως κραντῆρες, Ἱππ. 252. 29, Ἡσύχ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
conseiller, précepteur, moniteur.
Étymologie: σωφρονίζω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, ΜΑ
βλ. σωφρονιστήρας.

Greek Monotonic

σωφρονιστήρ: -ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, σε Πλάτ.