τετραέλιξ: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(41) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ικος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει περιτυλιχθεί [[τέσσερεις]] φορές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b | |mltxt=-ικος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει περιτυλιχθεί [[τέσσερεις]] φορές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[τετραέλιξ]]<br />[[είδος]] ακανθοειδούς φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλιξ]], -<i>ικος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, ἡ,
A four times wound round: τετραέλιξ, ἡ, a plant of the thistle kind, Id.; τετράλιξ in codd. of Thphr.HP6.4.4.
German (Pape)
[Seite 1097] ικος, ὁ, ἡ, viermal gewunden, herumgeschlungen; ἡ τετραέλιξ, eine distelartige Pflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τετραέλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τετράκις περιειλημμένος ἢ πολυέλιξ· τετραέλιξ, ἡ, φυτόν τι ἀκανθοειδές, Ἡσύχ.· τετράλιξ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 4.
Greek Monolingual
-ικος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές
2. το θηλ. ἡ τετραέλιξ
είδος ακανθοειδούς φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἕλιξ, -ικος].