τρυφητής: Difference between revisions

From LSJ

μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge

Source
(42)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τρυφῶ]]<br /><b>1.</b> [[άτομο]] που ζει άνετη και πολυτελή ζωή<br /><b>2.</b> [[έκδοτος]] στις σαρκικές απολαύσεις, [[φιλήδονος]].
|mltxt=ὁ, Α [[τρυφῶ]]<br /><b>1.</b> [[άτομο]] που ζει άνετη και πολυτελή ζωή<br /><b>2.</b> [[έκδοτος]] στις σαρκικές απολαύσεις, [[φιλήδονος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠφητής:''' οῦ ὁ изнеженный человек, сибарит Diod.
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφητής Medium diacritics: τρυφητής Low diacritics: τρυφητής Capitals: ΤΡΥΦΗΤΗΣ
Transliteration A: tryphētḗs Transliteration B: tryphētēs Transliteration C: tryfitis Beta Code: trufhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A voluptuary, D.S.8.18, Ptol.Tetr.162, Ath.1.7a, Heph.Astr.1.1: also τρῠφ-ητίας, ου, ὁ, Hdn.Epim.137.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφητής: -οῦ, ὁ, διερχόμενος τὸν ἑαυτοῦ βίον ἐν τρυφαῖς, ἔκδοτος εἰς τρυφήν, φιλήδονος, ἀκόλαστος, Διοδ. Ἐκλογ. 549. 82, Ἀθήν. 7Α· ὡσαύτως τρυφητίας, ου, ὁ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 137, Κ. Μανασσ. Χρον. 6692.

Greek Monolingual

ὁ, Α τρυφῶ
1. άτομο που ζει άνετη και πολυτελή ζωή
2. έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφητής: οῦ ὁ изнеженный человек, сибарит Diod.