ὑετόεις: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που φέρνει ραγδαίες βροχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑετός]] «[[βροχή]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>όεις</i>].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που φέρνει ραγδαίες βροχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑετός]] «[[βροχή]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>όεις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑετόεις:''' [ῡ], -εσσα, -εν, [[βροχερός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑετόεις Medium diacritics: ὑετόεις Low diacritics: υετόεις Capitals: ΥΕΤΟΕΙΣ
Transliteration A: hyetóeis Transliteration B: hyetoeis Transliteration C: yetoeis Beta Code: u(eto/eis

English (LSJ)

[ῡ], εσσα, εν,

   A = ὑέτιος 1.1, dub. l. in AP9.525.21.

German (Pape)

[Seite 1175] εσσα, εν, zum Regen gehörig, regnig, Apollo heißt so Hymn. (IX, 525, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ὑετόεις: [ῡ], εσσα, εν, = ὑέτιος, Ἀνθ. Π. 9 525, 21.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de pluie, pluvieux.
Étymologie: ὑετός.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που φέρνει ραγδαίες βροχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός «βροχή» + -όεις].

Greek Monotonic

ὑετόεις: [ῡ], -εσσα, -εν, βροχερός, σε Ανθ.