ὑποσόλοικος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[σόλοικος]]<br /><b>1.</b> λίγο [[σόλοικος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) λίγο [[αλλόκοτος]].
|mltxt=-ον, Α [[σόλοικος]]<br /><b>1.</b> λίγο [[σόλοικος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) λίγο [[αλλόκοτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσόλοικος:''' -ον, [[ένοχος]] ελαφρού σολοικισμού, γλωσσικού λάθους, σε Κικ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσόλοικος Medium diacritics: ὑποσόλοικος Low diacritics: υποσόλοικος Capitals: ΥΠΟΣΟΛΟΙΚΟΣ
Transliteration A: hyposóloikos Transliteration B: hyposoloikos Transliteration C: yposoloikos Beta Code: u(poso/loikos

English (LSJ)

ον,

   A in somewhat bad taste, Cic.Att.2.10.1, 14.21.3, Plu.2.615d (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1232] etwas fehlerhaft in der Sprache, etwas sprachwidrig, im compar. Plut. Symp. 1, 2,1; übh. etwas abgeschmackt, Cic. Att. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσόλοικος: -ον, ὀλίγον σόλοικος, ἀλλόκοτος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 10, Πλούτ. 2. 615D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de langage un peu incorrect, p. ext. un peu étrange en gén.
Étymologie: ὑπό, σόλοικος.

Greek Monolingual

-ον, Α σόλοικος
1. λίγο σόλοικος
2. (γενικά) λίγο αλλόκοτος.

Greek Monotonic

ὑποσόλοικος: -ον, ένοχος ελαφρού σολοικισμού, γλωσσικού λάθους, σε Κικ.