ὑψιπέτηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(ιων. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[ὑψιπέταλος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(ιων. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[ὑψιπέταλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψῐπέτηλος:''' -ον, Επικ. αντί <i>ὑψιπέτᾰλος</i>, αυτός που έχει υψηλό [[φύλλωμα]], [[πανύψηλος]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπέτηλος Medium diacritics: ὑψιπέτηλος Low diacritics: υψιπέτηλος Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΛΟΣ
Transliteration A: hypsipétēlos Transliteration B: hypsipetēlos Transliteration C: ypsipetilos Beta Code: u(yipe/thlos

English (LSJ)

ον, Ion. and Ep. for ὑψιπέτᾰλος, used

   A like ὑψίκομος, of trees, Il.13.437, Od.4.458, 11.588.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπέτηλος: -ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑψῐ-πέταλος, ἐν χρήσει ὡς τὸ ὑψίκομος, ἐπὶ δένδρων, Ἰλ. Ν. 437, Ὀδ. Δ. 458, Λ. 588.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux hautes feuilles.
Étymologie: ὕψι, πέταλον.

English (Autenrieth)

(πέταλον): with lofty leaves or foliage.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ὑψιπέταλος.

Greek Monotonic

ὑψῐπέτηλος: -ον, Επικ. αντί ὑψιπέτᾰλος, αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, σε Όμηρ.