φιλοζέφυρος: Difference between revisions
From LSJ
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει [[συνήθως]] ο [[ζέφυρος]] («φιλοζέφυροι λειμῶνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζέφυρος]] «[[δυτικός]] [[άνεμος]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br />(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει [[συνήθως]] ο [[ζέφυρος]] («φιλοζέφυροι λειμῶνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζέφυρος]] «[[δυτικός]] [[άνεμος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλοζέφῠρος:''' -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].
Greek Monotonic
φῐλοζέφῠρος: -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.