χαίτωμα: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[χαίτη]], [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλευρά]]: [[πλεύρωμα]])].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[χαίτη]], [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλευρά]]: [[πλεύρωμα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαίτωμα:''' -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το <i>χαιτόω</i>), [[λοφίο]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαίτωμα Medium diacritics: χαίτωμα Low diacritics: χαίτωμα Capitals: ΧΑΙΤΩΜΑ
Transliteration A: chaítōma Transliteration B: chaitōma Transliteration C: chaitoma Beta Code: xai/twma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A plume, κράνους A.Th.385.

German (Pape)

[Seite 1326] τό, wie von χαιτόω, = χαίτη, τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, κράνους χαίτωμα Aesch. Spt. 385.

Greek (Liddell-Scott)

χαίτωμα: τὸ (ὡσεὶ ἐκ ῥήματος χαιτόω), λόφος, κράνους χαίτωμα Αἰσχύλ. Θήβ. 385.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crinière d’un casque.
Étymologie: χαίτη.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χαίτη, λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)].

Greek Monotonic

χαίτωμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το χαιτόω), λοφίο, σε Αισχύλ.