χλανίσκιον: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(46) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />υποκορ. τ. του [[χλανίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλανιδίσκιον]] με [[απλολογία]]]. | |mltxt=τὸ, Α<br />υποκορ. τ. του [[χλανίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλανιδίσκιον]] με [[απλολογία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χλᾰνίσκιον:''' τό, υποκορ. του [[χλανίς]], μικρό [[ένδυμα]], σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, [[χλανισκίδιον]], <i>τό</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Ar.Ach.519, Aeschin.1.131;
A ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr.1.38.
German (Pape)
[Seite 1358] τό, dim. von χλανίσκος; Ar. Ach. 493; Aesch. 1, 131; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χλανίς.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. τ. του χλανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία].
Greek Monotonic
χλᾰνίσκιον: τό, υποκορ. του χλανίς, μικρό ένδυμα, σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, χλανισκίδιον, τό, σε Αριστοφ.