χρέμυς: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(46)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chremys
|Transliteration C=chremys
|Beta Code=xre/mus
|Beta Code=xre/mus
|Definition=υος, ὁ, a fish, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀνίσκος]], Hsch.; cj. for κρέμυς, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span> 294</span>:—cf. [[χρόμις]].</span>
|Definition=υος, ὁ, a fish, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀνίσκος]], Hsch.; cj. for κρέμυς, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span> 294</span>:—cf. [[χρόμις]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:41, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμυς Medium diacritics: χρέμυς Low diacritics: χρέμυς Capitals: ΧΡΕΜΥΣ
Transliteration A: chrémys Transliteration B: chremys Transliteration C: chremys Beta Code: xre/mus

English (LSJ)

υος, ὁ, a fish,    A = ὀνίσκος, Hsch.; cj. for κρέμυς, Arist.Fr. 294:—cf. χρόμις.

German (Pape)

[Seite 1370] ὁ, auch κρέμυς, ein Meerfisch mit steinhartem Kopfe, λιθοκέφαλος, Arist. bei Ath. VI, 305 d.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμυς: -υος, ὁ, καὶ κρέμυς, ἰχθὺς θαλάσσιος καλούμενος καὶ λιθοκέφαλος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278· - πρβλ. χρόμις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χρέμυς (ἐν τῷ κειμένῳ χρεμύς)· ὁ ὀνίσκος ἰχθύς».

Greek Monolingual

και κρέμυς, -υος, και χρεμύς, -ύος, ὁ, Α
1. θαλασσινό ψάρι
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὀνίσκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χρεμ- της απαθούς βαθμίδας της ρίζας του ρ. χρεμετίζω και αποτελεί είτε αρχ. παρ. με κατάλ. -υς είτε νεώτερο σχηματισμό, κατά τα χέλ-υς, ἐμ-ύς. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, όπως υποδηλώνει και η εναλλαγή στο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα στους τ. χρέμυς και κρέμυς. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τών ήχων που πιστευόταν ότι εκβάλλει].