λυγγούριον: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(23) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυγγούριον]] και [[λυγκούριον]] και [[λιγγούριον]] και [[λιγκούριον]] και λογγούριον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[είδος]] εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, [[κατά]] τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα [[ούρα]] του ζώου [[λυγξ]] και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή [[θήλυ]], ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα<br /><b>2.</b> [[είδος]] υακίνθου<br /><b>3.</b> ο [[τουρμαλίνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγξ]] (I), -<i>γκός</i> (-<i>γγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οὖρον]] (<span style="color: red;"><</span> οὐρῶ). Οι τ. [[λιγκούριον]] και <i>λογγούριον</i> [[είναι]] πιθ. εσφ. γρφ. του τ.]. | |mltxt=[[λυγγούριον]] και [[λυγκούριον]] και [[λιγγούριον]] και [[λιγκούριον]] και λογγούριον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[είδος]] εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, [[κατά]] τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα [[ούρα]] του ζώου [[λυγξ]] και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή [[θήλυ]], ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα<br /><b>2.</b> [[είδος]] υακίνθου<br /><b>3.</b> ο [[τουρμαλίνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγξ]] (I), -<i>γκός</i> (-<i>γγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οὖρον]] (<span style="color: red;"><</span> οὐρῶ). Οι τ. [[λιγκούριον]] και <i>λογγούριον</i> [[είναι]] πιθ. εσφ. γρφ. του τ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λυγγούριον:''' τό красная амбра Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
τό (derived by the ancients from λύγξ, οὖρον, and supposed to be the coagulated urine of the lynx, Dsc.2.81, Plu.2.962f, S.E.P.1.119), a kind of
A amber (glossed by ἤλεκτρον, Hsch., cf. Str. 4.6.2), Thphr.Lap.28, IG11(2).161 B49 (Delos, iii B.C.), al., 22.1534.100, Str.4.5.3 (pl.):—also written λυγκούριον, λιγκούριον, and λιγγούριον in codd.; λογγούριον Aët.2.35.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.
Greek Monolingual
λυγγούριον και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α)
1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα του ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή θήλυ, ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα
2. είδος υακίνθου
3. ο τουρμαλίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγξ (I), -γκός (-γγός) + οὖρον (< οὐρῶ). Οι τ. λιγκούριον και λογγούριον είναι πιθ. εσφ. γρφ. του τ.].
Russian (Dvoretsky)
λυγγούριον: τό красная амбра Plut.