έδω: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἔδω (Α)<br /> <b>1.</b> [[τρώω]]<br /> <b>2.</b> [[καταναλώνω]], [[σπαταλώ]].<br /> [<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ἔδω (Α)<br /> <b>1.</b> [[τρώω]]<br /> <b>2.</b> [[καταναλώνω]], [[σπαταλώ]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώω]]», στην οποία ανάγεται το [[ρήμα]], εμφανίζεται [[κυρίως]] στο επικό απαρμφ. <i>έδμεναι</i> ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., [[καθώς]] και στην υποτακτ. σε [[θέση]] μέλλοντος <i>έδομαι</i> (<b>πρβλ.</b> χεττ. <i>ed</i>-<i>mi</i> «[[τρώω]]», αρχ. ινδ. <i>ad</i>-<i>mi</i> «[[τρώω]]», λατ. -<i>ē</i><i>st</i>, λιθ. <i>es</i>-<i>ti</i>, αρχ. σλαβ. <i>ě</i><i>s</i>-<i>tŭ</i>) που εμφανίζουν εκτεταμένη [[βαθμίδα]] ρίζας (<span style="color: red;"><</span> IE <i>ě</i><i>d</i>-<i>mi</i>, -<i>ti</i>). Θεματικοί τ. [[εκτός]] από την Ελληνική (<b>πρβλ.</b> <i>έδω</i>, <i>έδεις</i> <b>κ.λπ.</b>) απαντούν και σε άλλες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>itan</i> «[[τρώω]]»). Οι υστερογενείς ενεστώτες [[έσθω]] και [[εσθίω]] ανήκαν πιθ. στην καθημερινή και στην παιδική [[γλώσσα]] και προήλθαν από την προστ. <i>έσθι</i> που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>addhi</i>. Επίσης οι υπόλοιποι ελληνικοί τ. <i>ηδέσθην</i>, <i>εδήδε</i>(<i>σ</i>)<i>μαι</i> [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί [[κατά]] τα <i>ετελέσθην</i>, <i>τετέλεσμαι</i>, <i>ῃδέσθην</i>, <i>αλήλε</i>(<i>σ</i>)<i>μαι</i> κ.ά.<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[έδεσμα]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[εδητύς]], [[εδωδή]], [[εδωδός]], [[είδαρ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἔδω (Α)
1. τρώω
2. καταναλώνω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η ρίζα ed- «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed-mi «τρώω», αρχ. ινδ. ad-mi «τρώω», λατ. -ēst, λιθ. es-ti, αρχ. σλαβ. ěs-tŭ) που εμφανίζουν εκτεταμένη βαθμίδα ρίζας (< IE ěd-mi, -ti). Θεματικοί τ. εκτός από την Ελληνική (πρβλ. έδω, έδεις κ.λπ.) απαντούν και σε άλλες γλώσσες (πρβλ. γοτθ. itan «τρώω»). Οι υστερογενείς ενεστώτες έσθω και εσθίω ανήκαν πιθ. στην καθημερινή και στην παιδική γλώσσα και προήλθαν από την προστ. έσθι που συνδέεται με αρχ. ινδ. addhi. Επίσης οι υπόλοιποι ελληνικοί τ. ηδέσθην, εδήδε(σ)μαι είναι νεώτεροι σχηματισμοί κατά τα ετελέσθην, τετέλεσμαι, ῃδέσθην, αλήλε(σ)μαι κ.ά.
ΠΑΡ. έδεσμα
αρχ.
εδητύς, εδωδή, εδωδός, είδαρ].