ἀβάκχευτος: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβάκχευτος:''' -ον ([[βακχεύω]]), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την [[χαρά]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀβάκχευτος:''' -ον ([[βακχεύω]]), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την [[χαρά]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβάκχευτος:''' <b class="num">1)</b> неохваченный вакхическим исступлением ([[θίασος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A uninitiated in Bacchic orgies, E.Ba.472: generally, joyless, Id.Or.319 :—in late Prose, Luc.Laps.3, Jul.Or.7.221d.
German (Pape)
[Seite 2] ohne Bacchische Begcisterung, αἳ ἀβάκχευτον θίασον ἐλάχετ' ἐν δάκρυσι καὶ γόοις, von den Eumeniden Eur. Or. 319; – nicht in die Bacchischen Mysterien eingeweiht, Bach. 472, wie Luc. Conviv. 3, wo τῶν Διονύσου ὀργίων ἀτέλεστος dabei steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάκχευτος: ον = μὴ μεμυημένος εἰς τὰ βακχικὰ ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 472: ἐν γένει = ἄνευ χαρᾶς παρὰ τῷ αὐτῷ. Ὀρ. 319· ἴδε Λουκ. Λαπ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas été initié au culte de Bacchus;
2 non semblable aux Bacchantes : ἀβάκχευτος θίασος EUR troupe échevelée, mais non joyeuse comme celle des Bacchantes.
Étymologie: ἀ, βακχεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 no iniciado en los ritos báquicos de pers. ἄρρητ' ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν E.Ba.472, ἀβάκχευτον περιεῖδεν Luc.Symp.3, πολὺν ἀβάκχευτοι χρόνον ... μένοντες Iul.Or.7.221d.
2 de cosas no orgiástico, sin relación con los ritos báquicos ἀ. θίασος E.Or.319, πηγή Philostr.Im.1.23.2.
3 que no bebe vino, sin vino de los árabes, Nonn.D.40.295, 17.96, τράπεζα Nonn.Par.Eu.Io.2.3.
Greek Monotonic
ἀβάκχευτος: -ον (βακχεύω), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την χαρά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβάκχευτος: 1) неохваченный вакхическим исступлением (θίασος Eur.);
2) непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc.