ἀβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δεν μεταφέρεται, που δεν αντέχεται, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δεν μεταφέρεται, που δεν αντέχεται, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβάστακτος:''' невыносимый, непосильный ([[φορτίον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβάστακτος Medium diacritics: ἀβάστακτος Low diacritics: αβάστακτος Capitals: ΑΒΑΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: abástaktos Transliteration B: abastaktos Transliteration C: avastaktos Beta Code: a)ba/staktos

English (LSJ)

ον, (βαστάζω)

   A not to be borne or carried, Plu.Ant.16; not removable, σημεῖον IGRom.4.446 (Perg.). Adv. -τως Hsch.

German (Pape)

[Seite 2] unerträglich, φορτίον Plut. Ant. 16; βάρη Epict. 1, 9, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάστακτος: ον (βαστάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἢ βαστάσῃ. Πλούτ. Ἀντων. 16. Ἐπίκτ. Ἐκκλ. ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intolérable.
Étymologie: ἀ, βαστάζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no quitado o arriado, γυμνασίαρχος τῶν ζ γυμνασίων σημείοις ἀβαστάκτοις gimnasiarco de los siete gimnasios con las banderas no arriadas e.d. abiertos permanentemente durante su gimnasiarquía IP 8(3).37 (II d.C.).
2 imposible de llevar, excesivamente pesado de cargos demasiado grande para la capacidad de uno ἔλεγεν ... φορτίον ἀβάστακτον αἴρεσθαι τὴν Καίσαρος διαδοχήν Plu.Ant.16, ἀλλὰ χειρισμοῦ ἀβαστάκτου (piensa que no diriges la recogida de impuestos) sino un departamento que te viene grande, PTeb.758.15 (II d.C.), cf. Hsch.s.u. ἄστεκτος
insoportable por su grandeza para el hombre δόξα κυρίου Didym.Trin.1.9.10, de Jesús en el seno materno ἐβάστασεν τὸν ἀβάστακτον Eu.Barth.2.
3 insoportable, intolerable πικρία T.Abr.A 17, ἀνάγκη Gr.Nyss.Ep.Can.3, ὀδύνη Steph.in Hp.Aph.3.184.32.
II adv. -ως de un modo insoportable Hsch.

Greek Monotonic

ἀβάστακτος: -ον (βαστάζω), αυτός που δεν μεταφέρεται, που δεν αντέχεται, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβάστακτος: невыносимый, непосильный (φορτίον Plut.).