αἰθριάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(2)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθριάω:''' αμτβ., [[γίνομαι]] [[ανέφελος]], [[καθαρός]], λέγεται για τον ουρανό· <i>ὡς δ' ᾐθρίᾱσε</i>, σε Βάβρ.
|lsmtext='''αἰθριάω:''' αμτβ., [[γίνομαι]] [[ανέφελος]], [[καθαρός]], λέγεται για τον ουρανό· <i>ὡς δ' ᾐθρίᾱσε</i>, σε Βάβρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to be [[clear]], of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.
}}
}}

Revision as of 12:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθριάω Medium diacritics: αἰθριάω Low diacritics: αιθριάω Capitals: ΑΙΘΡΙΑΩ
Transliteration A: aithriáō Transliteration B: aithriaō Transliteration C: aithriao Beta Code: ai)qria/w

English (LSJ)

   A expose to the air, cool, αἰθριήσας Hp.Morb.3.17; cf.αἰθριάζω.    II intr., clear up, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.45.9.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθριάω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ψυχραίνω, αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ αἰθριάζω). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ γίνομαι ἀνέφελος, καθαρός, ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
exposer en plein air, à la fraîcheur.
Étymologie: αἰθρία.

Spanish (DGE)

pasar la noche al relente, dormir a la intemperie, Eleg.Alex.Adesp.SHell.958.17 (cj. en ap.crít.).

Greek Monotonic

αἰθριάω: αμτβ., γίνομαι ανέφελος, καθαρός, λέγεται για τον ουρανό· ὡς δ' ᾐθρίᾱσε, σε Βάβρ.

Middle Liddell


to be clear, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.