ἀγώνισις: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγώνῐσις:''' ἡ ([[ἀγωνίζομαι]]), [[αγώνας]] για [[βραβείο]], [[μάχη]], [[διαγωνισμός]] για έπαθλο, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀγώνῐσις:''' ἡ ([[ἀγωνίζομαι]]), [[αγώνας]] για [[βραβείο]], [[μάχη]], [[διαγωνισμός]] για έπαθλο, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγώνισις:''' εως ἡ Thuc. = [[ἀγωνισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a contending for a prize, Th.5.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνῐσις: ἡ, (ἀγωνίζομαι) τὸ ἀγωνίζεσθαι χάριν βραβείου, Θουκ. 5. 50.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἀγωνισμός.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 competición Th.5.50.
2 intento, esfuerzo Procop.Arc.1.4.
Greek Monotonic
ἀγώνῐσις: ἡ (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγώνισις: εως ἡ Thuc. = ἀγωνισμός.