ἀλλαντοπωλέω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλλαντοπωλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμπορεύομαι]] [[αλλαντικά]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀλλαντοπωλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμπορεύομαι]] [[αλλαντικά]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλλαντοπωλέω:''' торговать колбасами Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A deal in sausages, Ar.Eq.1242.
German (Pape)
[Seite 102] Wurst verkaufen, Ar. Eq. 1239.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλαντοπωλέω: πωλῶ ἀλλᾶντας, Ἀριστοφ. Ἱπ. 143, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vendre des saucissons.
Étymologie: ἀλλαντοπώλης.
Spanish (DGE)
vender morcillas ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην Ar.Eq.1242, ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει Ar.Eq.1398.
Greek Monotonic
ἀλλαντοπωλέω: μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι αλλαντικά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλαντοπωλέω: торговать колбасами Arph.