ἁλόθεν: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλόθεν:''' επίρρ. (<i>ἅλς</i>), από τη [[θάλασσα]], ἐξ [[ἁλόθεν]] (δείχνει ότι είναι [[παλιά]] γεν.), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἁλόθεν:''' επίρρ. (<i>ἅλς</i>), από τη [[θάλασσα]], ἐξ [[ἁλόθεν]] (δείχνει ότι είναι [[παλιά]] γεν.), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλόθεν:''' adv. с моря (ἐξ ἁ. θύελλαν [[ὀρνύμεναι]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλόθεν Medium diacritics: ἁλόθεν Low diacritics: αλόθεν Capitals: ΑΛΟΘΕΝ
Transliteration A: halóthen Transliteration B: halothen Transliteration C: alothen Beta Code: a(lo/qen

English (LSJ)

Adv., (ἅλς)

   A from the sea, ἐξ ἁλόθεν Il.21.335.

German (Pape)

[Seite 108] vom Meere her, Hom. einmal, ἐξ ἁλόθεν ll. 21. 335.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλόθεν: ἐπίρρ., (ἃλς) ἐκ τῆς θαλάσσης, ἐξ ἁλόθεν, Ἰλ. Φ. 335.

French (Bailly abrégé)

adv.
de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, -θεν.

English (Autenrieth)

from the sea; ἐξ ἁλόθεν, ‘from out the sea,’ Il. 21.335†.

Spanish (DGE)

adv. del mar εἴσομαι ἐξ ἁλόθεν Il.21.335.

Greek Monolingual

ἁλόθεν επίρρ. (Α)
από τη θάλασσα, από το μέρος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επιρρ. κατάλ. -θεν].

Greek Monotonic

ἁλόθεν: επίρρ. (ἅλς), από τη θάλασσα, ἐξ ἁλόθεν (δείχνει ότι είναι παλιά γεν.), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλόθεν: adv. с моря (ἐξ ἁ. θύελλαν ὀρνύμεναι Hom.).