ἀμφαίνω: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφαίνω:''' ποιητ. αντί [[ἀναφαίνω]]. | |lsmtext='''ἀμφαίνω:''' ποιητ. αντί [[ἀναφαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφαίνω:''' Hom., Pind., Trag., Theocr. = [[ἀναφαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for ἀναφαίνω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφαίνω: ποιητ. ἀντὶ ἀναφαίνω.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀναφαίνω.
English (Slater)
ἀμφαίνω, ἀναφαίνω
1 proclaim, make known ἔνθα νικάσαις ἀνέφᾶνε Κυράναν (P. 9.73) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν (Schr.: ἀχρὶ ἂν ἀμφάνῃ codd. Plutarchi) fr. 211. of oracles, reveal σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφᾶνεν Κυράνᾳ (P. 4.62) — med., have something proclaimed — ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάντο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν (I. 4.71)
Greek Monolingual
ἀμφαίνω (Α)
αναφαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναφαίνω, με αποκοπή και αφομοίωση].
Greek Monotonic
ἀμφαίνω: ποιητ. αντί ἀναφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφαίνω: Hom., Pind., Trag., Theocr. = ἀναφαίνω.