ἀνάδετος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάδετος:''' -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνάδετος:''' -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάδετος:''' повязанный на голову, обвивающий голову (μίτραι Eur.).
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδετος Medium diacritics: ἀνάδετος Low diacritics: ανάδετος Capitals: ΑΝΑΔΕΤΟΣ
Transliteration A: anádetos Transliteration B: anadetos Transliteration C: anadetos Beta Code: a)na/detos

English (LSJ)

ον,

   A binding up hair, μίτραι E.Hec.923.    2 in pass. sense, πῶλον Χαρίτων μίτραις ἀνάδετον Him.Ecl.13.36.

German (Pape)

[Seite 186] aufgebunden, μίτραι, Eur. Hec. 913, die aufgebundenen, das Haar selbst aufbindenden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδετος: -ον, ὁ ἀναδεδεμένος, ἐγὼ δὲ πλόκαμον ἀναδέτοις μίτραισιν ἐρρυθμιζόμαν Εὐρ. Ἑκ. 923, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ηὐτρέπιζον κατὰ τάξιν καὶ ἐκόσμουν ἐν μίτραις καὶ ταινίαις ἐπάνω τῆς κεφαλῆς δεδεμέναις».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 attaché en haut;
2 qui retient (les cheveux) relevés.
Étymologie: ἀναδέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 ceñido (πῶλον) ταῖς Χαρίτων μίτραις ὅλον ποιήσας ἀνάδετον Him.12.36.
2 que recoge hacia arriba el cabello μίτραι E.Hec.923.

Greek Monolingual

ἀνάδετος, -ον (Α) ἀναδέω
αυτός που δένει κάτι προς τα επάνω ή που είναι δεμένος προς τα επάνω.

Greek Monotonic

ἀνάδετος: -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδετος: повязанный на голову, обвивающий голову (μίτραι Eur.).