ἀνατυρβάζω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατυρβάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναταράσσω]], [[συγχέω]], [[μπερδεύω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀνατυρβάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναταράσσω]], [[συγχέω]], [[μπερδεύω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατυρβάζω:''' приводить в смятение, расстраивать (τὴν πόλιν ἀνατετυρβακώς Arph.).
}}
}}

Revision as of 16:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατυρβάζω Medium diacritics: ἀνατυρβάζω Low diacritics: ανατυρβάζω Capitals: ΑΝΑΤΥΡΒΑΖΩ
Transliteration A: anatyrbázō Transliteration B: anatyrbazō Transliteration C: anatyrvazo Beta Code: a)naturba/zw

English (LSJ)

   A stir up, confound, Ar.Eq.310.

German (Pape)

[Seite 212] in Unordnung bringen, Ar. Equ. 311.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατυρβάζω: μέλλ. -άσω, ἀναταράσσω, τὴν πόλιν ἅπασαν ἡμῶν ἀνατετυρβακὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 310.

French (Bailly abrégé)

troubler profondément.
Étymologie: ἀνά, τυρβάζω.

Spanish (DGE)

desordenar πόλιν Ar.Eq.310.

Greek Monolingual

ἀνατυρβάζω (Α)
αναταράζω, προκαλώ θόρυβο, ταραχή.

Greek Monotonic

ἀνατυρβάζω: μέλ. -σω, αναταράσσω, συγχέω, μπερδεύω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατυρβάζω: приводить в смятение, расстраивать (τὴν πόλιν ἀνατετυρβακώς Arph.).