ἀχέτας: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχέτας:''' ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί [[ἠχέτης]].
|lsmtext='''ἀχέτας:''' ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί [[ἠχέτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχέτας:''' дор. = [[ἠχέτης]] I и II.
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχέτας Medium diacritics: ἀχέτας Low diacritics: αχέτας Capitals: ΑΧΕΤΑΣ
Transliteration A: achétas Transliteration B: achetas Transliteration C: achetas Beta Code: a)xe/tas

English (LSJ)

or ἀχέτᾰ, Dor. and Att. for ἠχέτης (q. v.).

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, dor. für ἠχέτης, tönend, κύκνος Eur. El. 151; Φοῖβος Dionys. ep. 2; τέττιξ Archi. 29 (VII, 213); geradezu für die Cicade gesagt, Arist. H. A. 4, 7; Ar. Av. 1095 Pax 1159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχέτας: ἢ ἀχέτᾰ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἠχέτης, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠχέτης.

English (Slater)

ᾱχέτας
   1 shrill ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει Θρ. 3. 6.

Spanish (DGE)

ἀχέτης v. ἠχέτης

Greek Monolingual

ἀχέτας (δωρ. τ.) και ἀχέτης (αττ. τ.), ο (Α)
ο ηχέτης, αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη φωνή.

Greek Monotonic

ἀχέτας: ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί ἠχέτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀχέτας: дор. = ἠχέτης I и II.