ἀχέτας: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχέτας:''' ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί [[ἠχέτης]]. | |lsmtext='''ἀχέτας:''' ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί [[ἠχέτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχέτας:''' дор. = [[ἠχέτης]] I и II. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
or ἀχέτᾰ, Dor. and Att. for ἠχέτης (q. v.).
German (Pape)
[Seite 417] ὁ, dor. für ἠχέτης, tönend, κύκνος Eur. El. 151; Φοῖβος Dionys. ep. 2; τέττιξ Archi. 29 (VII, 213); geradezu für die Cicade gesagt, Arist. H. A. 4, 7; Ar. Av. 1095 Pax 1159.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχέτας: ἢ ἀχέτᾰ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἠχέτης, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠχέτης.
English (Slater)
ᾱχέτας
1 shrill ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει Θρ. 3. 6.
Spanish (DGE)
ἀχέτης v. ἠχέτης
Greek Monolingual
ἀχέτας (δωρ. τ.) και ἀχέτης (αττ. τ.), ο (Α)
ο ηχέτης, αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη φωνή.
Greek Monotonic
ἀχέτας: ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί ἠχέτης.
Russian (Dvoretsky)
ἀχέτας: дор. = ἠχέτης I и II.