δακτυλοκαμψόδυνος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δακτῠλοκαμψόδῠνος:''' -ον ([[κάμπτω]], [[ὀδύνη]]), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ.
|lsmtext='''δακτῠλοκαμψόδῠνος:''' -ον ([[κάμπτω]], [[ὀδύνη]]), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δάκτυλος]], [[κάμπτω]], [[ὀδύνη]]<br />[[wearying]] the fingers by [[keeping]] them [[bent]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλοκαμψόδῠνος Medium diacritics: δακτυλοκαμψόδυνος Low diacritics: δακτυλοκαμψόδυνος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΚΑΜΨΟΔΥΝΟΣ
Transliteration A: daktylokampsódynos Transliteration B: daktylokampsodynos Transliteration C: daktylokampsodynos Beta Code: daktulokamyo/dunos

English (LSJ)

ον,

   A wearying the fingers by keeping them bent, APl.1.18.

German (Pape)

[Seite 520] ψῆφος, durch Fingerbeugen Schmerz verursachend (sich die Finger krumm zählen), Ep. ad. 437 (Plan. 18).

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλοκαμψόδῠνος: -ον, ὁ καταπονῶν τοὺς δακτύλους, τηρῶν αὐτοὺς κεκαμμένους, Ἀνθ. Πλαν. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui souffre de tenir ses doigts tordus ou crispés.
Étymologie: δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη.

Greek Monolingual

δακτυλοκαμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + καμψόδυνος «κουλουριασμένος από τους πόνους»].

Greek Monotonic

δακτῠλοκαμψόδῠνος: -ον (κάμπτω, ὀδύνη), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ.

Middle Liddell

δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη
wearying the fingers by keeping them bent, Anth.