ἀντιδιατίθεμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(3) |
(1a) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιδιατίθεμαι:''' Μέσ., [[προσφέρω]] [[αντίσταση]], <i>τοὺς ἀντιδιατιθεμένους</i>, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀντιδιατίθεμαι:''' Μέσ., [[προσφέρω]] [[αντίσταση]], <i>τοὺς ἀντιδιατιθεμένους</i>, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[offer]] [[resistance]], τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:06, 9 January 2019
French (Bailly abrégé)
être dans des dispositions contraires, d’où
1 résister;
2 être opposant.
Étymologie: ἀντιδιατίθημι.
English (Strong)
from ἀντί and διατίθεμαι; to set oneself opposite, i.e. be disputatious: that oppose themselves.
Greek Monotonic
ἀντιδιατίθεμαι: Μέσ., προσφέρω αντίσταση, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
to offer resistance, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, NTest.