ἀνθρακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρᾰκίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ἄνθραξ]]), φτιάχνω κάρβουνα από, [[ψήνω]] ή [[καίω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀνθρᾰκίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ἄνθραξ]]), φτιάχνω κάρβουνα από, [[ψήνω]] ή [[καίω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκίζω:''' Arph. = [[ἀνθρακόω]].
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκίζω Medium diacritics: ἀνθρακίζω Low diacritics: ανθρακίζω Capitals: ΑΝΘΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: anthrakízō Transliteration B: anthrakizō Transliteration C: anthrakizo Beta Code: a)nqraki/zw

English (LSJ)

   A make charcoal of, roast or toast, Ar.Pax1136; carbonize, PHolm.6.4.

German (Pape)

[Seite 233] zu Kohlen brennen, Ar. Pax 1102. Bei Sp. intrans., schwarz wie eine Kohle aussehen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρακίζω: μέλλ. -ίσω καὶ ιῶ = ἀνθρακόω, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, ὀπτῶ ἐπὶ ἀνθρακιᾶς, ἡ γὰρ θεὸς σ’ ὡς ἐπύθεθ’ ἥκοντ’... βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον ὁ αὐτ. Βάτρ. 506. ΙΙ. ὁμοιάζω τῷ πολυτίμῳ λίθῳ ἄνθρακι, τόπαζος ἐρυθρὸς καὶ ἀνθρακίζων, Ἐκκλ., ἴδε ἐν λέξ. ἄνθραξ ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνθρακίσω, att. ἀνθρακιῶ;
1 réduire en charbon;
2 faire griller sur des charbons.
Étymologie: ἄνθραξ.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἀνθρε- UPZ 78.33
tostar κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ar.Pax 1136
carbonizar, PHolm.28
de pers. quizá fig. abrasar, convertir en carbón Πτολεμαῖον UPZ 80.8, cf. ἠ[ν] θρεκίσθαι ἄνθρωπον UPZ 78.33.

Greek Monolingual

(AM ἀνθρακίζω)
1. ανθρακεύω
2. ψήνω κάτι στην ανθρακιά
μσν.
μοιάζω με τον πολύτιμο λίθο
άνθρακα.

Greek Monotonic

ἀνθρᾰκίζω: μέλ. -ίσω (ἄνθραξ), φτιάχνω κάρβουνα από, ψήνω ή καίω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκίζω: Arph. = ἀνθρακόω.