ἀτιμαγέλης: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῑμᾰγέλης:''' -ου, ὁ ([[ἀγέλη]]), αυτός που περιφρονεί το [[κοπάδι]], δηλ. ο περιπλανώμενος, αυτός που τρέφεται [[μόνος]] του, σε Θεόκρ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀτῑμᾰγέλης:''' -ου, ὁ ([[ἀγέλη]]), αυτός που περιφρονεί το [[κοπάδι]], δηλ. ο περιπλανώμενος, αυτός που τρέφεται [[μόνος]] του, σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτῑμᾰγέλης:''' ου adj. m бегущий от своего стада Soph., Theocr., Anth.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμᾰγέλης Medium diacritics: ἀτιμαγέλης Low diacritics: ατιμαγέλης Capitals: ΑΤΙΜΑΓΕΛΗΣ
Transliteration A: atimagélēs Transliteration B: atimagelēs Transliteration C: atimagelis Beta Code: a)timage/lhs

English (LSJ)

ου, Dor. -ας, α, ὁ,

   A despising the herd, i. e. straying, feeding alone, S.Fr.1026, Theoc.25.132, AP6.255 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 386] ὁ, der die Heerde verachtet, abgesondert von derselben allein weidet, B. A. p. 459 ὁ ἀποστάτης τῆς ἀγέλης ταῦρος; so Theocr. 25, 132; Eryc. 3 (VI, 255); Soph. frg. 850.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμᾰγέλης: -ου, ὁ, (ἀγέλη) «ὁ ἀποστάτης τῆς ἀγέλης ταῦρος, οὕτω Σοφοκλῆς» Α. Β. 459, 31 (Σοφ. Ἀποσπ. 850), Θεόκρ. 25. 132, Ἀνθ. Π. 6, 255· - «ἀτιμαγέλου, μὴ συναγελαζομένου» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui abandonne le troupeau par dédain, qui paît solitaire.
Étymologie: ἄτιμος, ἀγέλη.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): dór. -ας Hsch.
toro desmandado, cimarrón, separado de la manada S.Fr.1026, οἳ καὶ ἀτιμαγέλαι βώσκοντι los cuales pastan separados de la manada (de toros consagrados a Helios), Theoc.25.132
fig. de pers. insolidario ἀτιμαγέλαι δεινοὶ καὶ ἀγέρωχοι Cyr.Al.M.70.1041B
como adj. ταῦρος ... ἀ. AP 6.255.2 (Eryc.).

Greek Monolingual

ἀτιμαγέλης, ο (Α)
ο ταύρος που εγκαταλείπει την αγέλη και βόσκει μόνος του, κυρίως κατά την περίοδο της οχείας.

Greek Monotonic

ἀτῑμᾰγέλης: -ου, ὁ (ἀγέλη), αυτός που περιφρονεί το κοπάδι, δηλ. ο περιπλανώμενος, αυτός που τρέφεται μόνος του, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῑμᾰγέλης: ου adj. m бегущий от своего стада Soph., Theocr., Anth.