δενδροτομέω: Difference between revisions
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δενδροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[δενδροκοπέω]], [[υλοτομώ]], [[αποψιλώνω]] μια [[περιοχή]], σε Θουκ.· μεταφ., <i>δ. τὰ νῶτα</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δενδροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[δενδροκοπέω]], [[υλοτομώ]], [[αποψιλώνω]] μια [[περιοχή]], σε Θουκ.· μεταφ., <i>δ. τὰ νῶτα</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δενδροτομέω:''' <b class="num">1)</b> Thuc., Diod. = [[δενδροκοπέω]] 1 и 2;<br /><b class="num">2)</b> ирон. избивать дубиной (τὸ [[νῶτον]] τινι Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A cut down trees, πρὸς καῦσιν Str.14.6.5, cf. S.E.M. 5.69: but usu., 2 lay waste a country, Th.1.108: metaph., δ. τὸ νῶτον Ar.Pax747.
German (Pape)
[Seite 546] = δενδροκοπέω, Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροτομέω: δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper les arbres (d’une contrée).
Étymologie: δένδρον, τέμνω.
Spanish (DGE)
1 cortar árboles, arbustos, plantas, talar y p. ext. c. compl. de lugar asolar τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτά LXX 4Ma.2.14, τὴν ὕλην I.BI 7.211, τάς τε χώρας τῶν ἀντιπολεμούντων D.S.2.36, cf. 14.48, Ph.2.473, Polyaen.2.1.21, τὸν ... βασιλικὸν παράδεισον D.S.16.41, τὰς μὲν (προσευχάς) en Alejandría, Ph.2.565, en v. pas. δενδροτομουμένη γῆ Heraclit.Ep.7 (p.72.10)
•abs. cortar árboles, talar bosques Th.1.108, Lib.Ep.1301.3, πρὸς τὴν καῦσιν Str.14.6.5, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ δενδροτομοῦντες S.E.M.5.69, cf. Clem.Al.Strom.2.18.95, Sch.Hes.Op.414a.
2 fig. destrozar, desgarrar μῶν ὑστριχὶς ... δενδροτόμησε τὸ νῶτον; ¿no será que el látigo te ha desgarrado la espalda? Ar.Pax 747.
Greek Monotonic
δενδροτομέω: μέλ. -ήσω, = δενδροκοπέω, υλοτομώ, αποψιλώνω μια περιοχή, σε Θουκ.· μεταφ., δ. τὰ νῶτα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δενδροτομέω: 1) Thuc., Diod. = δενδροκοπέω 1 и 2;
2) ирон. избивать дубиной (τὸ νῶτον τινι Arph.).