βυσσομέτρης: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βυσσομέτρης:''' -ου, ὁ ([[μετρέω]]), αυτός που μετρά τα [[βάθη]] της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ.
|lsmtext='''βυσσομέτρης:''' -ου, ὁ ([[μετρέω]]), αυτός που μετρά τα [[βάθη]] της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βυσσομέτρης:''' ου adj. m мерящий глубины (вод) ([[ἁλιεύς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυσσομέτρης Medium diacritics: βυσσομέτρης Low diacritics: βυσσομέτρης Capitals: ΒΥΣΣΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: byssométrēs Transliteration B: byssometrēs Transliteration C: vyssometris Beta Code: bussome/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A measuring the deeps, epith. of a fisherman, AP6.193 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 468] ὁ, Tiefenmesser, Flacc. 4 (VI, 193), vom Fischer.

Greek (Liddell-Scott)

βυσσομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν τὰ βάθη, ἐπίθ. τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. II. 6. 193.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui explore les abîmes de la mer en parl. d’un pêcheur.
Étymologie: βυσσός, μετρέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medidor del fondo del marde un pescador AP 6.193 (Stat.Flacc.).

Greek Monotonic

βυσσομέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τα βάθη της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βυσσομέτρης: ου adj. m мерящий глубины (вод) (ἁλιεύς Anth.).