εὐπερίσπαστος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπερίσπαστος:''' -ον ([[περισπάω]]), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐπερίσπαστος:''' -ον ([[περισπάω]]), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-περίσπαστος, ον [[περισπάω]]<br />[[easy]] to [[pull]] [[away]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A easy to pull away, X.Cyn.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.
Greek Monolingual
εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].
Greek Monotonic
εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.