εὐδίνητος: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐδίνητος:''' [ῑ], -ον, [[εύστροφος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐδίνητος:''' [ῑ], -ον, [[εύστροφος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐδίνητος:''' (ῑ) легко вращаемый (τρύπανα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily turning, τρύπανα AP6.205.7 (Leon.). II well-rounded, Nonn.D.6.109.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδίνητος: ῑ, ον, εὐκόλως στρεφόμενος, εὔστροφος, τρύπανα Ἀνθ. Π. 6. 205˙ ἐπὶ ὀρχηστῶν, Παύλου Σιλ. Ἀμβων. 120. ΙΙ. καλῶς ἐστρογγυλευμένος, Νόνν. Δ. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tourne aisément;
2 bien tourné, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, δινέω.
Greek Monotonic
εὐδίνητος: [ῑ], -ον, εύστροφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐδίνητος: (ῑ) легко вращаемый (τρύπανα Anth.).