θαλπνός: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θαλπνός:''' -ή, -όν ([[θάλπω]]), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ. | |lsmtext='''θαλπνός:''' -ή, -όν ([[θάλπω]]), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θαλπνός:''' теплый, согревающий (ἁλίου [[ἄστρον]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A warming, fostering, θαλπνότερον ἄστρον Pi.O. 1.6.
German (Pape)
[Seite 1184] erwärmend, erhitzend, οὐδὲν θαλπνότερον ἁλίου ἄστρον Pind. Ol. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
θαλπνός: -ή, -όν, θερμαίνων, θάλπων, θαλπνότερον ἄστρον Πίνδ. Ο. 1. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
chaud.
Étymologie: θάλπω.
English (Slater)
θαλπνός
1 warm μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6)
Greek Monolingual
θαλπνός, -ή, -όν (Α) θάλπω
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.).
Greek Monotonic
θαλπνός: -ή, -όν (θάλπω), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
θαλπνός: теплый, согревающий (ἁλίου ἄστρον Pind.).