εὐθυντήριος: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθυντήριος:''' -α, -ον ([[εὐθύνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[διοικητικός]], [[κυβερνητικός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εὐθυντηρία]], <i>ἡ</i>, [[μέρος]] πλοίου στο οποίο ήταν στερεωμένο το [[πηδάλιο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὐθυντήριος:''' -α, -ον ([[εὐθύνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[διοικητικός]], [[κυβερνητικός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εὐθυντηρία]], <i>ἡ</i>, [[μέρος]] πλοίου στο οποίο ήταν στερεωμένο το [[πηδάλιο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθυντήριος:''' управляющий, правящий ([[σκῆπτρον]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῡντήριος Medium diacritics: εὐθυντήριος Low diacritics: ευθυντήριος Capitals: ΕΥΘΥΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: euthyntḗrios Transliteration B: euthyntērios Transliteration C: efthyntirios Beta Code: eu)qunth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A making straight: directing, ruling, σκῆπτρον A.Pers.764.    II Subst. εὐθυντηρία, ἡ, the part of a ship wherein the rudder was fixed, E.IT1356.    b base, plinth, socle of a wall, IG22.1668.16, BCH26.43 (Delph.), IGRom.4.293ai38 (Pergam., ii B.C.); εὐ.· τὸ ἐν τῷ ἐδάφει σύμμαγμα ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτόνων, Hsch.    2 -τήριον, τό, rule, norm, γνώμων καὶ εὐ. Theol.Ar.59.

German (Pape)

[Seite 1071] geradnachend, lenkend, σκῆπ τρον, Aesch. Pers. 750; τὸ εὐθ., Theol. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυντήριος: -α, -ον, ὁ ποιῶν τι εὐθύ, διευθύνων, κυβερνῶν, σκῆπτρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 764· - εὐθυντηρία, ἡ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου ἔνθα ἦτο προσηρμοσμένον στερεῶς τὸ πηδάλιον, Εὐρ. Ι. Τ. 1356.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à diriger, à gouverner.
Étymologie: εὐθυντήρ.

Greek Monolingual

-ία, -ον
βλ. ευθυντηρία.

Greek Monotonic

εὐθυντήριος: -α, -ον (εὐθύνω),·
I. διοικητικός, κυβερνητικός, σε Αισχύλ.
II. εὐθυντηρία, , μέρος πλοίου στο οποίο ήταν στερεωμένο το πηδάλιο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθυντήριος: управляющий, правящий (σκῆπτρον Aesch.).