παλίλλογος: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰλίλλογος:''' -ον ([[λέγω]], [[συλλέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συλλέγεται [[πάλι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[λέγω]], λέω) αυτός που επαναλαμβάνεται. | |lsmtext='''πᾰλίλλογος:''' -ον ([[λέγω]], [[συλλέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συλλέγεται [[πάλι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[λέγω]], λέω) αυτός που επαναλαμβάνεται. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παλίλλογος -ον [πάλιν, λέγω] opnieuw verzameld. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (λέγω B)
A collected again, Il.1.126.
German (Pape)
[Seite 448] 1) wieder gesammelt, λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ' ἐπαγείρειν, das schon Vertheilte wieder zusammen zu bringen, Il. 1, 126, VLL. erkl. παλισύλλεκτα. – 2) das Gesagte wiederholend, widerrufend (?).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίλλογος: -ον, (λέγω Β, συλλέγω), ὁ ἐξ ὑπαρχῆς, συναγόμενος, Ἰλ. Α. 126.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rassemblé ou recueilli de nouveau.
Étymologie: πάλιν, λέγω².
English (Autenrieth)
(πάλιν, λέγω): gathered together again, Il. 1.126†.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια που ήδη έχει πει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λόγος].———————— (II)
παλίλλογος, -ον (Α)
αυτός που συναθροίζεται εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λόγος (< λέγω «συλλέγω»)].
Greek Monotonic
πᾰλίλλογος: -ον (λέγω, συλλέγω)·
I. αυτός που συλλέγεται πάλι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (λέγω, λέω) αυτός που επαναλαμβάνεται.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίλλογος -ον [πάλιν, λέγω] opnieuw verzameld.