ξυλοκοπία: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῠλοκοπία:''' ἡ, [[ραβδισμός]], ξυλοδαρμός, [[ξυλοκόπημα]], Λατ. [[fustuarium]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''ξῠλοκοπία:''' ἡ, [[ραβδισμός]], ξυλοδαρμός, [[ξυλοκόπημα]], Λατ. [[fustuarium]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῠλοκοπία:''' ἡ избивание палкой, палочные удары Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A wood-cutting, PLille5.49 (iii B. C.), PSI4.323, al. (iii B. C.). II = Lat. fustuarium, Plb.6.37.2.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, das Schlagen mit dem Stocke, Stockprügel, Pol. 6, 37, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκοπία: ἡ, «ξυλοφόρτωμα», δαρμός, Λατ. fustuarium, Πολύβ. 6. 37, 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bastonnade.
Étymologie: ξυλοκόπος.
Greek Monolingual
ξυλοκοπία, ἡ (Α) ξυλοκόπος
1. το κόψιμο τών ξύλων
2. ξυλοκόπημα, ραβδισμός.
Greek Monotonic
ξῠλοκοπία: ἡ, ραβδισμός, ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα, Λατ. fustuarium, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοκοπία: ἡ избивание палкой, палочные удары Polyb.