Ξανθίας: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ξανθίας:''' -ου, ὁ, [[Ξανθίας]], όνομα δούλου σε [[κωμωδία]], σε Αριστοφ.· [[χωρίς]] [[αμφιβολία]] είχε ξανθά μαλλιά· πρβλ. [[πυρρίας]].
|lsmtext='''Ξανθίας:''' -ου, ὁ, [[Ξανθίας]], όνομα δούλου σε [[κωμωδία]], σε Αριστοφ.· [[χωρίς]] [[αμφιβολία]] είχε ξανθά μαλλιά· πρβλ. [[πυρρίας]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ξανθίας:''' ου ὁ Ксантий (знаменитый афинский борец) Plat.
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ξανθίας Medium diacritics: Ξανθίας Low diacritics: Ξανθίας Capitals: ΞΑΝΘΙΑΣ
Transliteration A: Xanthías Transliteration B: Xanthias Transliteration C: KSanthias Beta Code: *canqi/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A Xanthias, typical name of a slave in Greek comedy (from his yellow wig), Ar.Ach.243,Av.656,V.1,Ra.1, cf. Aeschin. 2.157.    II a throw of the dice, Hsch., cf. Eub.59.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Xanthias.
Étymologie: ξανθός.

Greek Monolingual

Ξανθίας, ὁ (Α)
Ξάνθος
1. όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική κωμωδία
2. (ως προσηγορικό) α) δούλος
β) είδος ρίψης τών ζαριών.

Greek Monotonic

Ξανθίας: -ου, ὁ, Ξανθίας, όνομα δούλου σε κωμωδία, σε Αριστοφ.· χωρίς αμφιβολία είχε ξανθά μαλλιά· πρβλ. πυρρίας.

Russian (Dvoretsky)

Ξανθίας: ου ὁ Ксантий (знаменитый афинский борец) Plat.