Ξανθίας

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ξανθίας Medium diacritics: Ξανθίας Low diacritics: Ξανθίας Capitals: ΞΑΝΘΙΑΣ
Transliteration A: Xanthías Transliteration B: Xanthias Transliteration C: KSanthias Beta Code: *canqi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A Xanthias, typical name of a slave in Greek comedy (from his yellow wig), Ar.Ach.243,Av.656,V.1,Ra.1, cf. Aeschin. 2.157.
II a throw of the dice, Hsch., cf. Eub.59.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) : Xanthias.
Étymologie: ξανθός.

Greek Monolingual

Ξανθίας, ὁ (Α)
Ξάνθος
1. όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική κωμωδία
2. (ως προσηγορικό) α) δούλος
β) είδος ρίψης τών ζαριών.

Greek Monotonic

Ξανθίας: -ου, ὁ, Ξανθίας, όνομα δούλου σε κωμωδία, σε Αριστοφ.· χωρίς αμφιβολία είχε ξανθά μαλλιά· πρβλ. πυρρίας.

Russian (Dvoretsky)

Ξανθίας: ου ὁ Ксантий (знаменитый афинский борец) Plat.