πυρρίας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A red-coloured serpent, Hsch.
II Redhead, common name of a slave, prop. of the red-haired slaves from Thrace, Ar.Ra.730, etc.; cf. πυρρός ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρίας: -ου, ὁ, ὄφις πυρρὸν ἔχων τὸ χρῶμα, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν πυρράν, κοινὸν δουλικὸν ὄνομα, κυρίως ἐπὶ τῶν ἐκ Θρᾴκης πυρροτρίχων ἀνδραπόδων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 730, κτλ.· ἴδε Ξανθίας.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) είδος φιδιού με κόκκινο χρώμα
2. (ιδίως για δούλους από τη Θράκη) (με ειρων. σημ.) κοκκινοτρίχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα -ίας- (πρβλ. καρχαρίας)].
German (Pape)
ὁ,
1 eine rötliche Schlangenart.
2 ein Vogel, = πύρρα. – S. auch nom. pr.