ἑξάχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑξάχειρ:''' -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει έξι χέρια, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἑξάχειρ:''' -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει έξι χέρια, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑξάχειρ:''' χειρος adj. шестирукий ([[Γηρυών]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A six-handed, Luc.Herm.74, Tox.62:— also ἑξά-χειρος, ον, Ps.-Callisth.3.28.
German (Pape)
[Seite 874] ειρος, sechshändig, Luc. Hermot. 74 Tox. 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἓξ χεῖρας ἔχων, Λουκ. Ἑρμ. 74, Τόξαρ. 62.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
à six mains.
Étymologie: ἕξ, χείρ.
Spanish
Greek Monolingual
ἑξάχειρ, ο, η και ἑξάχειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει έξι χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χειρ].
Greek Monotonic
ἑξάχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει έξι χέρια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑξάχειρ: χειρος adj. шестирукий (Γηρυών Luc.).