παραδράω: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραδράω:''' Επικ. γʹ πληθ. [[παραδρώωσι]], [[απλώνω]] το [[χέρι]], [[υπηρετώ]] κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''παραδράω:''' Επικ. γʹ πληθ. [[παραδρώωσι]], [[απλώνω]] το [[χέρι]], [[υπηρετώ]] κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραδράω:''' работать (на кого-л.), прислуживать (τινι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be at hand, serve, οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ep. for -δρῶσι) Od.15.324.
German (Pape)
[Seite 477] Jemandem dienen, τινί τι, οἷάτε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι (gedehnt aus παραδρῶσι) χέρηες, Od. 15, 324.
Greek (Liddell-Scott)
παραδράω: ὑπηρετῶν (τινι), οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ἐπικ. ἀντὶ -δρῶσι) Ὀδ. Ο. 324· πρβλ. ὑποδράω, παραδιακονέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
3ᵉ pl. sbj. épq. παραδρώωσι;
être serviteur, servir.
Étymologie: παρά, δράω.
English (Autenrieth)
3 pl. παραδρώωσι: perform in the service of; τινί, Od. 15.324†.
Greek Monotonic
παραδράω: Επικ. γʹ πληθ. παραδρώωσι, απλώνω το χέρι, υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
παραδράω: работать (на кого-л.), прислуживать (τινι Hom.).