μαιμάσσω: Difference between revisions
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαιμάσσω:''' = το επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''μαιμάσσω:''' = το επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαιμάσσω:''' быть охваченным сильным желанием, жаждать Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A = μαιμάω, AP9.272 (Bianor); ἐμαίμασσεν ἐκ κοιλίας μητρός LXX Jb.38.8; dub.l., ib.Je.4.19.
Greek (Liddell-Scott)
μαιμάσσω: τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 272· - μαιμάζω· «μαιμάζει, σφύζει, κλονεῖται πηδᾷ, κυματοῦται, καχλάζει, καταδαπανᾶται, καταναλίσκει» παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
c. μαιμάω.
Greek Monolingual
μαιμάσσω (AM)
1. μαιμώ
2. προκαλώ τρόμο σε κάποιον, τρομάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμάω που εμφανίζει επίθημα -(ά)σσω (πρβλ. λαιμ-άσσω)].
Greek Monotonic
μαιμάσσω: = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μαιμάσσω: быть охваченным сильным желанием, жаждать Anth.