συναιωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναιωρέομαι:''' Παθ., [[αιωρούμαι]], [[παραμένω]] αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''συναιωρέομαι:''' Παθ., [[αιωρούμαι]], [[παραμένω]] αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b.
}}
}}

Revision as of 10:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναιωρέομαι Medium diacritics: συναιωρέομαι Low diacritics: συναιωρέομαι Capitals: ΣΥΝΑΙΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synaiōréomai Transliteration B: synaiōreomai Transliteration C: synaioreomai Beta Code: sunaiwre/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd.112b, cf. Plu.2.564d.

Greek (Liddell-Scott)

συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être suspendu avec ; fig. avoir l’esprit en suspens.
Étymologie: σύν, αἰωρέω.

Greek Monotonic

συναιωρέομαι: Παθ., αιωρούμαι, παραμένω αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b.