φοινικόβαπτος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκόβαπτος:''' -ον, [[βαμμένος]] σε [[χρώμα]] πορφυρό, <i>ἐσθήματα</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φοινῑκόβαπτος:''' -ον, [[βαμμένος]] σε [[χρώμα]] πορφυρό, <i>ἐσθήματα</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόβαπτος:''' окрашенный в пурпур, пурпурный (ἐσθήματα Aesch.).
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόβαπτος Medium diacritics: φοινικόβαπτος Low diacritics: φοινικόβαπτος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΒΑΠΤΟΣ
Transliteration A: phoinikóbaptos Transliteration B: phoinikobaptos Transliteration C: foinikovaptos Beta Code: foiniko/baptos

English (LSJ)

ον,

   A purple-dyed, ἐσθήματα A.Eu.1028.

German (Pape)

[Seite 1296] in Purpur getaucht, gefärbt, Aesch. Eum. 982 ἐσθήματα.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα φοινικοῦν, ἐσθήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1028.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint en pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹, βάπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
βαμμένος με πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό-βαπτος, πορφυρό-βαπτος].

Greek Monotonic

φοινῑκόβαπτος: -ον, βαμμένος σε χρώμα πορφυρό, ἐσθήματα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόβαπτος: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἐσθήματα Aesch.).