χάσμη: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χάσμη:''' ἡ ([[χάσμα]]), [[χασμουρητό]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''χάσμη:''' ἡ ([[χάσμα]]), [[χασμουρητό]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χάσμη:''' ἡ зевота ([[ὕπνος]] τε καὶ χ. Plat.; τὸ ἐξιὸν [[πνεῦμα]] ἐν τῇ χάσμῃ Arst.; χάσμαι ὑπνώδεις Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάσμη Medium diacritics: χάσμη Low diacritics: χάσμη Capitals: ΧΑΣΜΗ
Transliteration A: chásmē Transliteration B: chasmē Transliteration C: chasmi Beta Code: xa/smh

English (LSJ)

ἡ,

   A yawning, gaping, Hp.Aph.7.56; esp. from drowsiness, Id.VM10, Pl.R.503d, etc.: pl., Hp.Art.30, Plu.2.45d.    2 object of idle gaping, gazing-stock, Antip.Stoic.3.254.

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ, das Gähnen, ὕπνου τε καὶ χάσμης ἐμπίπλανται Plat. Rep. VI, 503 d; Arist. u. Sp.; das Maulaufsperren, Angaffen, übertr., Trägheit, Müßiggang. – Auch der Gegenstand müßiges Angaffens, Antipat. bei Stob. fl. 70, 13 A.

Greek (Liddell-Scott)

χάσμη: ἡ, τὸ χασμᾶσθαι, κοινῶς «χασμούρημα», «χασμουρητόν», Ἱππ. Ἀφ. 1260· μάλιστα ἕνεκα νυσταγμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πλάτ. Πολ. 503C· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 797, Πλούτ. 2. 45D. 2) τὸ πρᾶγμα εἰς ὃ ἀποβλέπει τις χάσκων, μηδ’ εἰς πλοῦτον μηδ’ εἰς ὀ…οῦσαν εὐγένειαν μηδὲ εἰς ἄλλην χάσμην μηδεμίαν ἀποβλέπειν Ἀντίπατρος παρὰ Στοβ. 427. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bâillement;
2 bouche béante.
Étymologie: χαίνω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. χασμουρητό
2. αντικείμενο στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω κατάλ. -μη (πρβλ. πλήσ-μη, χάρ-μη)].

Greek Monotonic

χάσμη: ἡ (χάσμα), χασμουρητό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

χάσμη: ἡ зевота (ὕπνος τε καὶ χ. Plat.; τὸ ἐξιὸν πνεῦμα ἐν τῇ χάσμῃ Arst.; χάσμαι ὑπνώδεις Plut.).