πολύβοτρυς: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύβοτρυς:''' -υος, ὁ, ἡ, αυτός που αφθονεί σε σταφύλια, σε Ευρ. | |lsmtext='''πολύβοτρυς:''' -υος, ὁ, ἡ, αυτός που αφθονεί σε σταφύλια, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύβοτρυς:''' υος adj. обильный виноградными гроздьями ([[ἄμπελος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
υος, ὁ, ἡ,
A abounding in grapes, of places, Hes.Fr.122, Simon.53, Theoc.25.11; ἄμπελος E.Ba. 651.
German (Pape)
[Seite 660] υος, mit vielen Trauben, traubenreich; Hes. fr. 19, 2; ἄμπελος, Eur. Bacch. 650.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σταφυλῶν, ἐπὶ τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 19. 2, Σιμων. 19· ἐπὶ ἀμπέλου, πολύβοτρυν ἄμπελον Εὐρ. Βάκχ. 651.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
aux grappes abondantes.
Étymologie: πολύς, βότρυς.
Greek Monolingual
-ότρυος, ὁ, ἡ, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς βότρυς, πολλά σταφύλια («πολύβοτρυς ἄμπελος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βότρυς.
Greek Monotonic
πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, αυτός που αφθονεί σε σταφύλια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύβοτρυς: υος adj. обильный виноградными гроздьями (ἄμπελος Eur.).