συνεστέον: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεστέον:''' ρημ. επίθ. του [[σύνειμι]] ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), πρέπει [[κάποιος]] να συντροφεύσει κάποιον [[άλλο]], <i>τινί</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνεστέον:''' ρημ. επίθ. του [[σύνειμι]] ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), πρέπει [[κάποιος]] να συντροφεύσει κάποιον [[άλλο]], <i>τινί</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεστέον, adj. verb. van σύνειμι, men moet omgaan met, met dat.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστέον Medium diacritics: συνεστέον Low diacritics: συνεστέον Capitals: ΣΥΝΕΣΤΕΟΝ
Transliteration A: synestéon Transliteration B: synesteon Transliteration C: synesteon Beta Code: suneste/on

English (LSJ)

(σύνειμι)

   A one must associate with, Πρωταγόρᾳ Pl.Prt. 313b.

Greek (Liddell-Scott)

συνεστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ σύνειμι (εἰμί), δεῖ συνεῖναι, ὡς ἤδη ἐγνωκὼς ὅτι πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ Πλάτ. Πρωτ. 313Β.

Greek Monotonic

συνεστέον: ρημ. επίθ. του σύνειμι (εἰμί, Λατ. sum), πρέπει κάποιος να συντροφεύσει κάποιον άλλο, τινί, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεστέον, adj. verb. van σύνειμι, men moet omgaan met, met dat.