ἰατρόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰᾱτρόμαντις:''' -εως, ὁ, [[γιατρός]] και [[μάντης]] μαζί, λέγεται για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., φρενῶν [[ἰατρόμαντις]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἰᾱτρόμαντις:''' -εως, ὁ, [[γιατρός]] και [[μάντης]] μαζί, λέγεται για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., φρενῶν [[ἰατρόμαντις]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰατρόμαντις:''' εως (ῑᾱ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> врач-прорицатель, боговдохновенный врач (φρενῶν Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> божественный врачеватель (об Аполлоне и Асклепии) Aesch.
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰατρόμαντις Medium diacritics: ἰατρόμαντις Low diacritics: ιατρόμαντις Capitals: ΙΑΤΡΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: iatrómantis Transliteration B: iatromantis Transliteration C: iatromantis Beta Code: i)atro/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ,

   A physician and seer, of Apollo and Aesculapius, A.Supp.263, cf.Eu.62: metaph., φρενῶν ἰ. A.Ag.1623.

German (Pape)

[Seite 1234] εως, ὁ, Arzt u. Weissager; καὶ τερασκόπος Aesch. Eum. 62; Ag. 1606 Suppl. 260.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτρόμαντις: -εως, ὁ, ἰατρὸς ἅμα καὶ μάντις, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 263, πρβλ. Εὐμ. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 11· μεταφ., φρενῶν ἰατρόμαντις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1623.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
médecin-devin, médecin infaillible.
Étymologie: ἰατρός, μάντις.

Greek Monolingual

ἰατρόμαντις, -άντεως ὁ (Α)
(για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό) γιατρός και μάντης συγχρόνως.

Greek Monotonic

ἰᾱτρόμαντις: -εως, ὁ, γιατρός και μάντης μαζί, λέγεται για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., φρενῶν ἰατρόμαντις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰατρόμαντις: εως (ῑᾱ) ὁ
1) врач-прорицатель, боговдохновенный врач (φρενῶν Aesch.);
2) божественный врачеватель (об Аполлоне и Асклепии) Aesch.