ψέλιον: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψέλιον:''' ή [[ψέλλιον]], τό, [[βραχιόλι]] ή [[κόσμημα]] του βραχίονα ή της κνήμης, Λατ. [[armilla]], σε Ηρόδ., Ξεν. | |lsmtext='''ψέλιον:''' ή [[ψέλλιον]], τό, [[βραχιόλι]] ή [[κόσμημα]] του βραχίονα ή της κνήμης, Λατ. [[armilla]], σε Ηρόδ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψέλιον:''' v. l. [[ψέλλιον]] τό<br /><b class="num">1)</b> запястье, браслет Her., Xen., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> ножное кольцо Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 1 January 2019
English (LSJ)
later sts. ψέλλιον (v. l. in X.Cyr.1.3.2, never in Hdt.), POsl.46.8 (iii A. D.), Supp.Epigr.7.428 (Dura, iii A. D.), in Inscrr. ψίλιον, ψίλλιον (qq. v.), τό:—
A armlet or anklet, ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων Hdt.4.168; mostly in pl. ψέλια, a favourite ornament of the Persians, Id.3.20, 22, 9.80, X.An.1.2.27, Cyr.1.3.2; worn by women in Egypt, BGU1101.8 (i B. C.), POxy.259.11 (i A. D.), etc., and in Greece, Plu.2.142c. 2 an iron implement, perh. agricultural, PCair.Zen.782 (a).42 (iii B. C.); ψελίου καὶ δρεπάνου PPetr.2p.113 (iii B. C.). II οἱ Δωριεῖς ψέλλιον καλοῦσι τὸ ἄκρον· ὅθεν καὶ ἡμεῖς τὴν ἐπ' ἄκρων χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὥς φησι Τρύφων Ammon.Diff.p.143V. (ψέλιον is distd. from ψάλιον by Ammon.Diff.p.142 V., Ptol.Asc.p.396H., but is the later form of ψάλιον acc. to Moer.p.420P., Sch.E.Ph.792 (ἔστι δὲ ψέλιον ὁ κρίκος τοῦ χαλινοῦ, ἢ ἁπλῶς ὁ κρίκος) and this may be the meaning in PCair.Zen. l. c.)
German (Pape)
[Seite 1392] τό, ion. Form statt ψέλλιον, gew. im plur. ψέλια, das Armband, Her. 3, 20. 22. 4, 168. 9, 80; bei den Attikern scheint aber überall die Form mit λλ herzustellen; sie wird auch ψελλίον aceentuirt, ist aber nicht als dim. zu betrachten; ψέλλια περὶ ταῖς χερσίν, Xen. Cyr. 1, 3,2. 8, 5,18; περὶ τοὺς καρποὺς τῶν χειρῶν, 6, 4,2 An. 1, 2,27.
Greek (Liddell-Scott)
ψέλιον: ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ψέλλιον, τό, κόσμημα τοῦ βραχίονος, ἢ της κνήμης, «βραχιόλι», Λατ. armilla, ψέλιον περὶ ἐκατέρῃ τῶν κνημέων Ἡρόδ 4. 168· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ψέλια, ἀγαπητὸν κόσμημα τῶν Περσῶν, ὁ αὐτ. 3. 20, 22., 9. 80, Ξεν. Ἀν. 2. 27, Κύρ. Παιδ. 1, 3, 2· ἐν Ἑλλάδι δὲ κόσμημα γυναικεῖον, Πλουτ. 2. 142 C.
French (Bailly abrégé)
ου (τὸ) ; mieux que ψέλλιον;
anneau pour parure ; particul. :
1 anneau pour les bras, bracelet;
2 anneau pour les jambes.
Étymologie: DELG ψαλόν.
Syn. ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον.
Greek Monotonic
ψέλιον: ή ψέλλιον, τό, βραχιόλι ή κόσμημα του βραχίονα ή της κνήμης, Λατ. armilla, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ψέλιον: v. l. ψέλλιον τό
1) запястье, браслет Her., Xen., Plut., Luc.;
2) ножное кольцо Her.